ιδεοληπτικός

ιδεοληπτικός
-ή, -ό
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ιδεοληψία
2. εκείνος που πάσχει από ιδεοληψία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου (πρβλ. γαλλ. obsessionnel)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ιδεοληπτικός — ή, ό που χαρακτηρίζεται από ιδεοληψίες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ιδέα — Φιλοσοφική έννοια. Κατά την πρωταρχική της έννοια σημαίνει την ορατή μορφή, την όψη. Κατ’ επέκταση, ο όρος αναφέρεται γενικά στη μορφή, στο είδος και στο γένος. Στην καθημερινή χρήση της, η λέξη ι. υπονοεί καθετί που υπάρχει στον ανθρώπινο νου… …   Dictionary of Greek

  • παρασιτοφοβία — η (ψυχιατρ.) παθολογικός ιδεοληπτικός φόβος για τα παράσιτα και τις ασθένειες που προέρχονται από αυτά. [ΕΤΥΜΟΛ. < παράσιτο + φοβία (πρβλ. μικροβιο φοβία)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”